- ραβασάκι
- το(λ. σλαβ.), ερωτική επιστολή: Τέλειωνε το γυμνάσιο, όταν έγραψε το πρώτο ραβασάκι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ραβασάκι — και ραβάσι, το, Ν σύντομη ερωτική επιστολή που δίνεται ή στέλνεται κρυφά στον αγαπημένο ή στην αγαπημένη. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού μσν. ραβάσιν* «ξύλο για μέτρημα, για λογαριασμό»] … Dictionary of Greek
τσακιστός — ή, ό 1. χτυπημένος, σπασμένος, κοπανιστός: Τσακιστές ελιές. 2. διπλωμένος, διπλωτός: Τσακιστό ραβασάκι. 3. το θηλ. ως ουσ., τσακιστή, α. ο ποδόδεσμος στα πλοία, το δέσιμο της σκότας. β. ασήμαντο κέρδος, τίποτε: Δεν έχω (δεκάρα) τσακιστή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)